- πολυδύναμος
- -η, -ο / πολυδύναμος, -ον, ΝΜΑ1. πολύ δυνατός, πανίσχυρος («ἔστι σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις», Ιωάνν. Χρυσ.)2. πολύ ικανόςνεοελλ.(φαρμ.) χαρακτηρισμός εμβολίου ή ορού που έχει παρασκευαστεί από περισσότερα τού ενός στελέχη τού ίδιου βακτηρίου ή ιού, όπως είναι το αντιγριπικό εμβόλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισο-δύναμος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. totipotent < toti- (< λατ. totus «όλος») + potent (< λατ. potens, -ntis «δυνάμενος»)].
Dictionary of Greek. 2013.